κύρτον

κύρτον
κύρτος
weels
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυρτόν — κυρτός bulging masc acc sg κυρτός bulging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гърбоватыи — (1*) пр. Горбатый. В сост. им. личн.: на ты˫а же во˫а ц(с)рь посла Іѡана Скѹфинина, Іѡана Горбоватаго (‘Ιωάννην τὸν κυρτὸν) ГА XIII–XIV, 264б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • AGATHA — I. AGATHA Catinensis virgo (Volaterranus habet, Carthaginensis) sub Quintiano Siciliae proconsule, fidiculis eculeôque vexata, quod Diis tura dare nollet: mamillis deinde torta, cui et una adempta est, nec non super prunas testis permistas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εύοικος — εὔοικος, ον (Α) 1. (κατά το Μέγα Ετυμολογικό) αυτός που έχει καλά σπίτια 2. κατάλληλος, ευχάριστος, άνετος για κατοικία («οὐδ ἔτι κύρτον ὁμῶς εὔοικον ἔχουσιν», Οππ.) 3. αυτός που έχει λίγες δαπάνες, ο ολιγοδάπανος («τὰ ἴδια εὐοικότατός τε ἅμα καὶ …   Dictionary of Greek

  • κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

  • λαριναίον — λαριναῑον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαριναῑον κύρτον οἱ ἁλιεῑς τὸν ἐκ λε(υ)κέας ἢ μέγαν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρινος + κατάλ. αῖον (πρβλ. λιμν αίον, μελισσ αίον)] …   Dictionary of Greek

  • περιδινής — ές, Α κυκλικός («περιδινέα κύρτον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευ δινής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”